κοπερνίκειος

κοπερνίκειος
-α, -ο [Κοπέρνικος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κοπέρνικο (α. «κοπερνίκειο σύστημα» β. «κοπερνίκεια ανατροπή»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”